βομβύκιον

βομβύκιον
βομβύκιον, το (Α)
1. είδος μελισσών που κατασκευάζουν φωλιές από πηλό
2. το κουκούλι, το περίβλημα της προνύμφης διαφόρων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβύκιον με τη σημ. 1 < βόμβυξ (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2 < βόμβυξ (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βομβύκιον — mason bee neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βομβύκια — βομβύκιον mason bee neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπουμπούκι — το (Μ μπουμπούκι) άνθος που βρίσκεται ακόμη κλειστό ή μισοανοιχτό μέσα στον κάλυκα νεοελλ. 1. οφθαλμός φυτού, κν. μάτι 2. (με την αντων. μου) μπουμπούκι μου λέγεται ως θωπευτική προσφώνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βομβύκιον, υποκορ. τού βόμβυξ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”