- βομβύκιον
- βομβύκιον, το (Α)1. είδος μελισσών που κατασκευάζουν φωλιές από πηλό2. το κουκούλι, το περίβλημα της προνύμφης διαφόρων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβύκιον με τη σημ. 1 < βόμβυξ (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2 < βόμβυξ (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.